- συμπτωματικῶς
- συμπτωματικόςaccidentaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπτωματικός — ή, ό / συμπτωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμπτωμα, ώματος] αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός») 2. φρ … Dictionary of Greek